λογισμοῖς

λογισμοῖς
λογισμός
counting
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • плавати — ПЛАВА|ТИ (66), Ю, ѤТЬ гл. 1.Плавать, передвигаться по воде: наведе Б҃ъ потопъ на землю. потопе всѧка плоть. и ковчегъ плаваше на водѣ. ЛЛ 1377, 30 (986); и снидоша на почанѹ [так!] рѣкѹ все множьство мѹжь и женъ. и дѣтии. свершении же сто˫ахѹ въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξασθενώ — (I) ( έω) (Α ἐξασθενῶ) αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι μσν. (νομ.) παύω να ισχύω αρχ. 1. γίνομαι ασθενέστερος, αδυνατίζω ως προς κάτι («ἐξησθένησε τοῑς λογισμοῑς», Διόδ. Σικ.) 2. δεν έχω αρκετές δυνάμεις για να κάνω κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

  • επινήχομαι — ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι) 1. κολυμπώ στην επιφάνεια 2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια 3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς») αρχ. 1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταμφίζομαι — (Μ) [κατάμφω] αμφιταλαντεύομαι («καταμφίζεσθαι τοῑς λογισμοῑς», Ευμάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αντων. ἄμφω «και οι δύο, αμφότεροι» κατά τα ρ. σε ίζω, ίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • οικοδομή — η (ΑΜ οικοδομή) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα») 2. το υπό ανέγερση κτήριο 3. οικοδόμημα, κτήριο αρχ. μτφ. 1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων… …   Dictionary of Greek

  • προϋφίστημι — ΜΑ [ὑφίστημι] 1. καθιερώνω προηγουμένως, δίνω προηγουμένως ύπαρξη σε κάτι («τὰς ἄλλας λογικὰς δυνάμεις προϋπέστησεν ὁ Θεός», Αιν. Γαζ.) 2. μέσ. προϋφίσταμαι υπάρχω από πριν, προϋπάρχω («ἐν ἀπορρήτοις λογισμοῑς τοῡ πατρὸς προϋφισταμένων», Ευσ.) …   Dictionary of Greek

  • συγκατοικίζω — αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [κατοικίζω] 1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία 2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.) 3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • συνοίκηση — η / συνοίκησις, ήσεως, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοίκησις Α [συνοικῶ] 1. συγκατοίκηση 2. συμβίωση άνδρα και γυναίκας νεοελλ. βιολ. μορφή συμβίωσης η οποία παρατηρείται κατ εξοχήν στα κοινωνικά έντομα, λ.χ. στα μυρμήγκια, στους τερμίτες κ.ά., και κατά την …   Dictionary of Greek

  • υπολέγω — Α [λέγω] 1. κάνω τον υποβολέα, υπαγορεύω («Εὐριπίδης μὲν οὖν ὁ ποιητὴς ὡς ὑπολέγοντος αὐτοῡ τοῑς χορευταῑς ᾠδήν τινα πεποιημένην ἐφ ἁρμονίας εἷς ἐγέλασεν», Πλούτ.) 2. λαμβάνω υπ* όψιν μου 3. θέτω ως βάση («τὰ ἔργα τοῑς λογισμοῑς ὑπολέγων», Δίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”